- αφανάτιστος
- η , ο [ος , ον ] не фанатичный; не подверженный фанатизму
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αφανάτιστος — η, ο 1. αυτός που δεν κατέχεται από φανατισμό 2. αυτός που δεν μπορεί κανείς να τον φανατίσει. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερ. + φανατίζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1892 στην εφημερίδα Ακρόπολις] … Dictionary of Greek
αφανάτιστος — η, ο επίρρ. α αυτός που δε φανατίζεται: Τον ξέρω για άνθρωπο αφανάτιστο σ όλα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)